- στηλίδιον
- στηλ-ίδιον, τό, Dim. of στήλη,A little monument, Thphr.Char.21.9; boundary-stone, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στηλίδιον — little monument neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίδια — στηλίδιον little monument neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίδιο — το / στηλίδιον, ΝΑ [στήλη] υποκορ. μικρή στήλη νεοελλ. ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες δοράτιο τοποθετημένο κατακόρυφα στο πιο ακραίο τμήμα τής πρύμνης, το οποίο χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας τού πλοίου, αλλ. στηλίδιο τής σημαίας αρχ.… … Dictionary of Greek